- φιλοσύζυγος
- -ον, Μαυτός που αγαπά την σύζυγό του ή αυτή που αγαπά τον σύζυγό της.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σύζυγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσυμβίωτος — ον, Α 1. αυτός που συμβιώνει με κάποιον φιλικά 2. φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συμβιῶ / ώνω] … Dictionary of Greek
φιλοσύγγαμος — ον, Α φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σύγγαμος «σύζυγος»] … Dictionary of Greek
φιλόνυμφος — ον, Μ φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νυμφος (< νύμφη «σύζυγος, νύφη»), πρβλ. νεό νυμφος] … Dictionary of Greek